Αὐτὸς ποὺ κρέμασε τὸν ἥλιο
στὸ μεσοδόκι τ' οὐρανοῦ κρέμεται
σήμερα σὲ ξύλο
ἵλεως Κύριε γενοῦ.
Καὶ στ' ἀσπαλάθια τῆς ἐρήμου
μιὰ μάννα φώναξε, παιδί μου.
Μὲ τ' Ἀπριλιοῦ τ' ἀρχαῖα μάγια
μὲ τῶν δαιμόνων τὸ φιλὶ
μπῆκε στὸ σπίτι κουκουβάγια
μπῆκε κοράκι στὴν αὐλὴ
κι ὅλα τ' ἀγρίμια
στὸ λαγκάδι
πῆραν τὸ δρόμο γιὰ τὸν Ἅδη.
Θὰ ξανασπείρει καλοκαίρια
στὴν ἄγρια παγωνιὰ τοῦ νοῦ
Αὐτὸς ποὺ κάρφωσε τ' ἀστέρια
στὴν ἁγία σκέπη τ' οὐρανοῦ
κι ἐγὼ κι ἐσύ, καὶ ἐμεῖς κι οἱ ἄλλοι
θὰ γεννηθοῦμε τότε πάλι.